- εκκομιδή
- η1) перевозка; переноска; 2):
εκκομιδή νεκρού — похороны, погребальное шествие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκκομιδή νεκρού — похороны, погребальное шествие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐκκομιδῇ — ἐκκομιδή removal fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκομιδή — removal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκομιδή — η (AM ἐκκομιδή) εκφορά νεκρού, κηδεία αρχ. 1. μεταφορά σε ασφαλές μέρος 2. αποκόμιση ακαθαρσιών … Dictionary of Greek
ἐκκομιδαῖς — ἐκκομιδή removal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκομιδῆς — ἐκκομιδή removal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκομιδήν — ἐκκομιδή removal fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)